τολουιδίνη

τολουιδίνη
η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τριών αζωτούχων μονοκυκλικών οργανικών ενώσεων, αρωματικών αμινών, παραγώγων τού τολουολίου, ισομερών μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluidine < tolu- (< ισπ. tolu < Santiago de Tolu, τοπωνύμιο τής Κολομβίας) + κατάλ. -idine τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”